-
1 ἐπιμέλεια
ἐπιμέλ-εια, ἡ, writtenA- εα IG22.483.24
(iv B.C.), [dialect] Aeol. gen. - ηΐας ib.12(2).243 ([place name] Mytilene); [dialect] Ion.gen. - λίης Ps.-Hdt.Vit.Hom.5(s.v.l.): — care bestowed upon a thing, attention paid to it, and abs., attention, diligence, Prose word, once in Hdt. (v. infr.), freq. in Th., X., etc.: in pl., pains, X.Cyr.1.6.4, etc.: c.gen.objecti, ἐ. τοῦ ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Th.2.39,40;τῶν ἔργων Id.3.46
;τῶν πραγμάτων And. 2.13
;τῶν κοινῶν Isoc.7.25
;τῶν καμνόντων Pl.Lg. 720d
(hence, of medical treatment, S.E.P.2.240);πλήθους γεννημάτων Pl.Lg. 740d
; alsoπερί τινος τὴν ἐ. ποιεῖσθαι Th.7.56
;περὶ τοὺς νέους Lycurg.106
; πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὴν πόλιν, D.22.78, Pl.Lg. 754b;εἰς τὰ ἀναγκαῖα Posidon.8J.
; ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν, Hdt.6.105, Th.6.41, Arist.Pol. 1330b11, D.61.43, cf.Pl.R. 451d; opp. ἐπιμελείας τυγχάνειν to have attention paid to one, Isoc.6.154, cf. POxy.58.22 (iii A.D.), etc.;ἐ. παρὰ τοῦ δαιμονίου Hyp.Epit.43
;δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7.14
; ἐπιμελείᾳ, κατ' ἐπιμέλειαν, with diligence, X.Cyr.5.3.47, HG4.4.8; ; μετὰ πάσης ἐ. X.Eph.2.10.2. a commission or charge, Aeschin.3.13, Arist. Pol. 1299a20 (pl.); ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐ. ib. 1322b18, cf. ib.30 (pl.); ἡ τῶν ἐφήβων ἐ., a special office at Athens, Din.3.15; so πρὸς τῇ ἐ. τῶν χρηματιστῶν, = ἐπιμελητὴς τῶν χρ., POxy.281.2 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμέλεια
-
2 ἀπράγμων
A free from business ([etym.] πράγματα), easy-going, fond of quiet, esp. of those who refrain from meddling in politics, opp.πολυπράγμων, ὅστις δὲ πράσσει πολλά.. μωρὸς παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα E.Fr. 193
; τῶν ἀ. γε πόρνων κοὐχὶ τῶν σεμνῶν [τις ὤν] Eup.8.4D.; esp. with political connotation, not meddling in public affairs, 'mugwump', , cf. Antipho 3.2.1;αὐτουργοί τε καὶ ἀ. Pl.R. 565a
;ἀ. καὶ οὐ φιλόδικος D.40.32
;ἀκάκους καὶ ἀ. Id.47.82
;οἱ ἀ. οὐκ ἄδικοι Arist.Rh. 1381a25
;τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν Th.2.40
;πόλις ἀ.
keeping clear of foreign politics,Id.
6.18;ἡσυχία ἀ. Id.1.70
; ;τὸ ἄ. Th.2.63
; τόπος ἀ. a place free from law and strife, Ar.Av.44;ἀπόλαυσις ἀ. X. Mem.2.1.33
. Adv. - μόνως without trouble or care, E.Fr. 787;ἀ. ζῆν ἡδύ Apollod.Com.1.1
.II of things, not troublesome or painful,τελευτὴν.. ἀπραγμονεστάτην τοῖς φίλοις X.Ap.7
. Adv.- μόνως
without trouble,Th.
4.61, X.HG6.4.27;σῴζεσθαι Th.6.87
;ὁ λόγος ἀ. εἴρηται
carelessly,Arist.
Mete. 369b27: [comp] Comp.- έστερον X.Ages.4.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπράγμων
-
3 ἐξίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., [tense] aor. 1:— displace: hence, change, alter utterly,τὰν φύσιν Ti.Locr.100c
, Arist.EN 1119a23, cf. Plot.6.2.7;τὴν πολιτείαν Plu.Cic.10
;ἐ. τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Id.2.702a
.2 metaph., ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν drive one out of his senses, E.Ba. 850;νοῦ οἶνος ἐξέστησέ με E.Fr. 265
;τοῦ φρονεῖν X.Mem.1.3.12
;ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν D. 21.72
; simply ἐ. τινά drive one out of his senses, confound, amaze, Hp.Coac. 429;ἐξιστάντα καὶ φοβοῦντα τοὺς ἀνθρώπους Muson.Fr.8p.35H.
; diverts the attention,Arist.
Rh. 1408b23; excite, ib. 36, Ev.Luc.24.22; τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, Plu.Sol.21, Crass.23; alsoἐ. τινὰ τῶν λογισμῶν Id.Fab.5
;εἰς ἀπάθειαν ἐ. τὴν ψυχήν Id.Publ. 6
.3 get rid of, dispose of the claims of a person, Sammelb.5246.14(i B.C.), etc.4 ἐξεστᾰκότα ( ἐξεστηκότα cod.): εἰς δίκην κεκληκότα, Hsch.B intr. in [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:1 of Place, arise out of, become separated,ἐξ.. ἵστατο Νεῖκος Emp.36
, cf. 35.10; stand aside from, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ out of the way, Hdt.3.76;ἐκ τοῦ μέσου X.An.1.5.14
; θάκων καὶ ὁδῶν ἐ. [τινί] stand out of the way forhim, make way for him, Id.Smp.4.31;ἐκστῆναί τινι S.Ph. 1053
, Aj. 672, Ar.Ra. 354, etc.: abs., in same sense, E.IT 1229 (troch.), Ar. Ach. 617, etc.: metaph., is displaced, disordered,E.
Ba. 928;οὐδὲ μένει νοῦς.. ἀλλ' ἐξίσταται S.Ant. 564
.2 c. acc., shrink from, shun,νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ Id.Aj.82
;οὐδέν' ἐξίσταμαι D.18.319
;οὐδένα πώποτε κίνδυνον ἐξέστησαν Id.20.10
.3 go out of joint,ἐ. ἰσχίον Hp.Aph.6.59
, cf. Fract.14,6.II c. gen. rei, retire from, give up possession of,τῆς ἀρχῆς Th.2.63
, 4.28; ἐκστῆναι τῆς οὐσίας, ἁπάντων τῶν ὄντων, become bankrupt, Antipho 2.2.9, D.36.50;τῶν ὑπαρχόντων BGU473.11
(ii A. D.).2 cease from, abandon, τῆς φιλίας, τῶν μαθημάτων, Lys.8.18, X.Cyr.3.3.54; τῶνσπουδασμάτων Pl.Phdr. 249c
, etc.;οἱ τῶν πολιτικῶν ἐξεστηκότες Isoc. 4.171
;τῆς ὑποθέσεως D.10.46
; τῶν πεπραγμένων, i.e. disown them, Id.19.72;ἐ. τινὸς εἴς τι Pl.Lg. 907d
; also ἐ. ἄθλου τινί, στρατηγίας τινί, abandon it in his favour, Nic.Dam.73J., Plu.Nic.7;τῆς Σικελίας τινι Id.Pomp.10
.3 ἐκστῆναι πατρός lose one's father, give him up, Ar.V. 477; καρδίας ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν I depart from my heart's purpose, S.Ant. 1105; esp. φρενῶν ἐκστῆναι lose one's senses. E.Or. 1021, etc.;διὰ τὸ γῆρας τοῦ φρονεῖν Isoc.5.18
;ἐμαυτοῦ Aeschin.2.4
, Men.Sam. 276;ψυχὴ ἐξεστηκυῖα τῶν λογισμῶν Plb.32.15.8
: abs., to be out of one's wits, be distraught,ἐ. μελαγχολικῶς Hp.Prorrh.1.18
, cf. Men.Sam.64, etc.;ἐξέστην ἰδών Philippid.27
;ἐ. ὑπὸ γήρως Com.Adesp.860
; ταῖς διανοίαις Vett. Val.70.25; ; of anger,εὐθέως ἐξστησόμενος Phld. Ir.p.78
W.; to be astonished, amazed, Ev.Matt.12.23, Ev.Marc.2.12, etc.; lose consciousness, of Sisera, LXXJd.4.21.4 ἐξίστασθαι τῆς αὑτοῦ ἰδέας depart from, degenerate from one's own nature, Pl.R. 380d;ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
; [δημοκρατία] ἐξεστηκυῖα τῆς βελτίστης τάξεως Id.Pol. 1309b32
; αἱ δημοκρατίαι ἐ. εἰς τὰς ἐναντίας πολιτείας degenerate into.., ib. 1306b18, cf. Rh. 1390b28: abs.,ἐ. μὴ μεταφυτευόμενον Thphr.HP6.7.6
, etc., cf. Plu.2.649e; changing its properties, turning,Hp.
VM24; οἶνος ἐξεστηκώς or ἐξιστάμενος changed, sour wine, D.35.32, Thphr.CP6.7.5; πρόσωπα ἐξεστηκότα disfigured faces, X.Cyr.5.2.34.5 abs., change one's position, one's opinion, : opp. ἐμμένειν τῇ δόξῃ, Arist.EN 1151b4.6 of language, to be removed from common usage, Id.Rh. 1404b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίστημι
-
4 ἕξις
I ( ἔχω trans.) having, being in possession of, possession, ἐπιστήμης ἕ., opp. κτῆσις, Pl.Tht. 197b; ;ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg. 625c
, cf. R. 433e, Sph. 247a, al., Arist. Metaph. 1022b4; opp. στέρησις, ib. 1055b13, S.E.P.3.49.2 in surgery, posture, Hp.Off.3; ἕ. ἢ θέσις ib.15.II ( ἔχω intr.) a being in a certain state, a permanent condition as produced by practice ([etym.] πρᾶξις), diff. from σχέσις (which is alterable) (v. infr.):1 state or habit of body, Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht. 153b; ἕ. ὑγιεινή (so also X.Mem.1.2.4), opp. διάθεσις ἀθλητική, Hp.Alim.34;σχέσις καὶ ἕ. καὶ ἡλικίη Id.Mochl.41
;ἡ φύσις καὶ ἡ ἕ. Id.Acut.43
: pl., Thphr. Sens.69: generally, condition,ἐν ἕξει τοῦ δρᾶν D.H.Comp. 25
;ἕ. λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος Hp.Art.12
;τῷ θερμὴν ἕ. ἔχοντι Polystr. p.26W.
; outward appearance,ἡ ἕ. τοῦ σώματος κρείσσων LXXDa. 1.15
, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; habit of a vine, Thphr.CP3.14.5; of material objects,ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102
, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al.b medic., the system, Ath.2.45e, Mnesith. ib. 54b, Paul.Aeg.3.59.2 state or habit of mind,ἕ. κακίης Democr. 184
; , etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕ., opp. ἡ τῶν σωμάτων ἕ., Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib. 167b; .b esp. acquired habit, opp. ἐνέργεια, Arist.EN 1098b33,al.3 trained habit, skill, Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr. 955b1, Plb.10.47.7, D.S.2.29; τέχνη defined asἕ. ἢ διάθεσις ἀπὸ παρατηρήσεως Phld.Rh.1.69S.
;ἄκρα ἕ. D.H.Comp.11
: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121;ἕ. πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35
S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.) -
5 ταμιεία
τᾰμῐ-εία, ἡ,A stewardship, management, Pl.Lg. 806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA 622b26;τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26
.III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU 934 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιεία
-
6 ἀθεώρητος
ἀθεώρ-ητος, ον,A not seen, not to be seen, Antipho Soph.67, D.S.2.35, Arist.Mu. 399b22;ἄγνωστος καὶ ἀ. Procl.in Prm.p.799S.
2 not scientifically considered,διαφοραί Aristox.Harm.p.35
M.;τὸ ἀ. M.Ant.1.9
(prob.); οὐκ ἀ. not without considered meaning, J.BJ5.5.4.II [voice] Act., not having observed, not conversantwith,τῶν ὑπαρχόντων Arist. GC 316a8
;πολιτικῶν πραγμάτων Phld.Rh.2.107
S.; unable to perceive,τῶν ἐναργειῶν Diogenian.
Epicur. 3.25: abs., ἀ. ἐν λόγοις Plu.2.405a, cf. Gell.1.9. Adv.- τως Plu. Num.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθεώρητος
См. также в других словарях:
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… … Dictionary of Greek